περιάροση

περιάροση
η / περιάροσις, -όσεως, ΝΑ [περιαρώ]
νεοελλ.
το άνοιγμα αυλακιού με άροτρο γύρω από έναν χώρο, με σκοπό την προστασία από διάφορες ασθένειες τών φυτών και τών ζώων που βρίσκονται σ' αυτόν
αρχ.
το όργωμα ολόγυρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιαροτρίαση — η η περιάροση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αροτρίαση «όργωμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”